καταρριπτεῖ — καταρρῑπτεῖ , καταρρίπτω throw down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρῑπτεῖ , καταρρίπτω throw down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερειψίλαος — ἐρειψίλαος, ον (Α) αυτός που καταρρίπτει, καταστρέφει λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» + λαός (πρβλ. ερειψι πύλας)] … Dictionary of Greek
ερειψιπύλας — ἐρειψιπύλας, ὁ (Α) αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. τού πύλη)] … Dictionary of Greek
καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος … Dictionary of Greek
σφάλτης — ὁ, Α [σφάλλω] αυτός που ανατρέπει ή καταρρίπτει … Dictionary of Greek
Κροκύλειο — I Ονομασία νησιού του Ιονίου πελάγους κοντά στην Ιθάκη κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο (386,7). Επίσης ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β, 633) κάνει αναφορά στο νησί και μάλιστα στον πληθυντικό, δηλαδή Κροκύλεια. Από μαρτυρία του… … Dictionary of Greek
Μινούκιος Φήλιξ, Μάρκος — (Marcus Minucius Felix, 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας αφρικανικής καταγωγής. Στον διάλογό του Octavius, ένας νεοφώτιστος στον χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του ειδωλολάτρη Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… … Dictionary of Greek